- πασαμέντο
- τοπλαίσιο από σανίδια, πλάκες ή μάρμαρα στο κάτω μέρος τών εσωτερικών τοίχων οικοδομής για διακόσμηση τών τοίχων και για προφύλαξή τους από φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passamento].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασαμέντο — το (λ. ιταλ.), ζώνη των εσωτερικών τοίχων ύψους ενός περίπου μέτρου από το δάπεδο καλυμμένη με ξύλο, μάρμαρο ή βαμμένη με διαφορετικό χρώμα για να μη λερώνονται οι τοίχοι κτιρίων, όπου συχνάζουν πολλοί άνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)